λούσιμο

λούσιμο
το, -ατος
1. το πλύσιμο του κεφαλιού: Τα λιπαρά μαλλιά απαιτούν σχολαστικό λούσιμο.
2. μτφ., εξύβριση, επίπληξη: Μας έριξε ένα λούσιμο που το βάλαμε στα πόδια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λούσιμο — το (Μ λούσιμον) [λούω] νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λούζω, το πλύσιμο, ιδίως τού κεφαλιού 2. πλήθος από ύβρεις που λέγονται εναντίον κάποιου μσν. εξαγνισμός, κάθαρση …   Dictionary of Greek

  • λατρεία — Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η …   Dictionary of Greek

  • πρόσκλυσμα — ύσματος, τὸ, Α [προσκλύζω] 1. το ζεστό νερό που χρησιμοποιείται για πλύσιμο ή λούσιμο 2. (κυρίως) το νερό που χρησιμοποιείται για το λούσιμο των μαλλιών …   Dictionary of Greek

  • έκλουτρον — ἔκλουτρον, το (Α) σκεύος για λούσιμο …   Dictionary of Greek

  • έμβαση — η (AM ἔμβασις) 1. είσοδος, το να μπαίνει κάποιος σ έναν χώρο 2. το μέρος απ όπου μπαίνει κανείς, η μπασιά νεοελλ. ενίσχυση τόρμου ή σφήνας με αύξηση τού πάχους αρχ. μσν. λεκάνη λουτρού μσν. (για σιτάρι) συγκομιδή αρχ. 1. επιβίβαση σε πλοίο 2.… …   Dictionary of Greek

  • αλισία — και αλισιά και αλουσιά, η σταχτόνερο, δηλ. νερό βρασμένο μαζί με στάχτη, που χρησιμοποιείται για το λούσιμο τής κεφαλής ή για το πλύσιμο μαγειρικών σκευών, εσωρούχων κ.λπ. αλισίβα, θολόσταχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενετ. lissia για τον τ. αλουσιά πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • απολουσίδι — το [λουσίδι] το βρόμικο νερό που μένει μετά το λούσιμο …   Dictionary of Greek

  • απολούζω — (AM ἀπολούω) νεοελλ. τελειώνω το λούσιμο μσν. καθαρίζω το βρέφος οκτώ μέρες μετά το βάπτισμα αρχ. 1. ξεπλένω 2. καθαρίζω …   Dictionary of Greek

  • ασάμινθος — ἀσάμινθος, η (Α) 1. η λεκάνη για το λούσιμο του σώματος, ο λουτήρας 2. ως επίθ. «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος» από κύλικα μεγάλη σαν μπανιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνειο αιγαιακής προελεύσεως, το οποίο εισήχθη στην Ελληνική μαζί… …   Dictionary of Greek

  • θερμολουσία — η (ΑΜ θερμολουσία) [θερμολούτης] το λούσιμο με ζεστό νερό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”